περικεφαλαίας

περικεφαλαίας
περικεφαλαίᾱς , περικεφάλαιος
round the head
fem acc pl
περικεφαλαίᾱς , περικεφάλαιος
round the head
fem gen sg (attic doric aeolic)
περικεφαλαίᾱς , περικεφαλαία
fem acc pl
περικεφαλαίᾱς , περικεφαλαία
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φάλος — ο, ΝΑ το πρόσθιο μεταλλικό μέρος τής περικεφαλαίας, το οποίο προεξέχει («Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον πλῆξεν ἀνασχόμενος κόρυθος φάλον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. κάποιου μεταλλικού εξαρτήματος τής περικεφαλαίας, το… …   Dictionary of Greek

  • CRISTA — I. CRISTA apud Virgilium, l. 9. Aen. v. 732. ubide Turno, tremunt in vertice cristae Sanguineae ornatus galeae est, qui illam admirabilem reddit, ut loquitur Etymologicum, Τὸ περιςςεϋον τῆς περικεφαλαίας ἀνάςτημα χάριν κόσμου καὶ καταπλήξεως.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αερσίλοφος — ἀερσίλοφος, ον (Α) (για τόπο) όποιος έχει ψηλό λόφο ή (για πρόσωπα) ψηλό λοφίο περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + λόφος «λόφος βουνού, λοφίο περικεφαλαίας, ο αυχένας, θύσανος τριχών ή πτερών»] …   Dictionary of Greek

  • κύμβαχος — κύμβαχος, ον (Α) 1. αυτός που πέφτει προς τα κάτω με το κεφάλι («ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κύμβαχος το ακρότατο σημείο τής περικεφαλαίας, ο κώνος της, στον οποίο στηριζόταν το λοφίο («κόρυθος...… …   Dictionary of Greek

  • τετραφάληρος — ον, Α (για την περικεφαλαία) αυτός που έχει τέσσερεις κώνους ή προεξοχές («τετραφάληρον τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἦλοι λαμπροὶ περὶ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλ ηρ ος (< …   Dictionary of Greek

  • φαλός — ή, όν, Α 1. αυτός που λάμπει, ο λευκός 2. (κατά τον Ησύχ.) «τραυλός, κωφός, μωρός» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φαλός α) (κατά τον Απολλ. Σοφ.) «τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φαλὸς ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας καὶ τρυφαλεία …   Dictionary of Greek

  • CONUS — apud Solin. c. 36. ubi de phoenice: Apud eosdem nascitur phoenix avis, aquilae magnitudine, capite honoratô in conum plumis exstantibus etc. idem quod apex. Proprie autem apex est galeae, seu im medio galeae pars eminens e ferro vel aere, quae ad …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Περσέας — I Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, γιος της Δανάης και του Δία. Ο παππούς του Ακρίσιος, βασιλιάς του Άργους, στον οποίο ένας χρησμός είχε προείπει το θάνατο από το χέρι του εγγονού του, τον έκλεισε μαζί με τη μητέρα του σε μια λάρνακα και τους… …   Dictionary of Greek

  • ίππουρις — (Ηippuris). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών, της οικογένειας των ιππουριδιδών, που περιλαμβάνει το μοναδικό είδος Ηippuris vulgaris. Πρόκειται για πόα με στενά και μακρουλά φύλλα, που μοιάζει με τον εκουιζέτο. Πολλαπλασιάζεται με ριζώματα. * * * …   Dictionary of Greek

  • ακροστόλιο — Το σύνολο από γλυπτά ή ζωγραφιστά στολίδια που υπήρχαν στο ελαφρύ σανίδωμα, στις πλώρες των παλιών καραβιών. Παλαιότερα, έδιναν πολύ προσοχή στον εξωτερικό διάκοσμο των πλοίων. Συνήθιζαν να χρωματίζουν τα πλοία με ωραία χρώματα ή να σκαλίζουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”